περιήλιο

περιήλιο
το
σημείο τροχιάς ουράνιου σώματος με τη μικρότερη απόσταση από τον ήλιο (αντίθ. αφήλιο).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιήλιο — (Αστρον.). Η ελάχιστη απόσταση από τον Ήλιο, στην οποία περιοδικά βρίσκονται οι πλανήτες και οι κομήτες κατά την τροχιακή τους περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Το αντίθετο σημείο του π. είναι το αφήλιο*. * * * το, Ν αστρον. 1. σημείο τής τροχιάς ενός… …   Dictionary of Greek

  • Ικέγια-Σέκι — (Αστρον.). Κομήτης που επισημάνθηκε από δύο ερασιτέχνες Ιάπωνες παρατηρητές, τους Καόρου Ικέγια και Τσουτόμου Σέκι, στις 18 Σεπτεμβρίου 1965. Ο κομήτης αυτός αναμενόταν να συγκρουστεί με τον Ήλιο, αλλά τελικά πέρασε δίπλα του στις 21 Οκτωβρίου… …   Dictionary of Greek

  • Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… …   Dictionary of Greek

  • Πλούτων — I Ο θεός του Κάτω Κόσμου των αρχαίων Ελλήνων, που ονομαζόταν και Άδης, Αΐδης, Αϊδωνεύς, Πλουτεύς. Ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Δία και του Ποσειδώνα και, κατά τον Ησίοδο, αδελφός επίσης της Εστίας και της Δήμητρας. Είχε πάρει… …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλία — Η έλλειψη ομαλότητας· αναστάτωση, ακαταστασία· εκτροπή από το κανονικό. (Αστρον.) αληθινή α. Η γωνία που σχηματίζει ο μεγάλος άξονας της ελλειπτικής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος (πλανήτης, δορυφόρος κλπ.) με την επιβατική ακτίνα του σώματος,… …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλιακό έτος — Το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Γης από το περιήλιο. Επειδή το περιήλιο της γήινης τροχιάς κινείται εξαιτίας των παρέλξεων των άλλων πλανητών προς τη διεύθυνση κίνησης της Γης, δηλαδή προς Α (συμπληρώνει ολόκληρο κύκλο …   Dictionary of Greek

  • αστεροειδείς ή μικροί πλανήτες — Ουράνια σώματα που ανήκουν στο ηλιακό πλανητικό μας σύστημα. Παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους πλανήτες, αλλά επειδή οι διαστάσεις τους είναι πολύ μικρότερες και προπάντων επειδή η λαμπρότητά τους είναι αμυδρή, η παρατήρηση και η μελέτη …   Dictionary of Greek

  • Άδωνις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νέος με παροιμιώδη ομορφιά, που μπήκε στη μυθολογία, την ποίηση και τη θρησκεία των αρχαίων από την Εγγύς Ανατολή, ίσως από την Κύπρο όπου κυρίως τοποθετούνται οι περιπέτειές του. Στον κόσμο των Σημιτών o μύθος και η λατρεία …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”